- κολυμβητικός
- -ή, -ό (AM κολυμβητικός, -ή, -όν) [κολυμβητής]1. αυτός που αναφέρεται στον κολυμβητή ή στην κολύμβηση («κολυμβητικοί αγώνες»)2. το θηλ. ως ουσ. η κολυμβητικήη τέχνη τής κολύμβησηςνεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολυμβητικάζωολ. υπόταξη δεκάποδων καρκινοειδών που περιλαμβάνει τις γαρίδες.
Dictionary of Greek. 2013.